προϋπολογίζω — Ν υπολογίζω κατά προσέγγιση εκ τών προτέρων («προϋπολογίζω τη δαπάνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Αγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
προϋπολογίζω — προϋπολόγισα, προϋπολογίστηκα, προϋπολογισμένος, υπολογίζω από πριν, κάνω προϋπολογισμό: Η δαπάνη του έργου προϋπολογίστηκε σε τρία εκατομμύρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προσυπολόγιση — η, Ν [προϋπολογίζω] ο προσυπολογισμός … Dictionary of Greek
προβλέπω — πρόβλεψα και προείδα, προβλέφτηκα 1. βλέπω κάτι πριν να γίνει, προϋπολογίζω, προμαντεύω, προαισθάνομαι: Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει, όταν προβλέπουν πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος (Καβάφης). 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, ρυθμίζω από πριν:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προϋπολογισμός — ο 1. η πράξη του προϋπολογίζω, ο υπολογισμός από πριν. 2. πίνακας εσόδων και εξόδων για το μέλλον: Ο κρατικός προϋπολογισμός κατατέθηκε στη Βουλή για ψήφιση. 3. το σύνολο των εσόδων και εξόδων οικογένειας: Ο προϋπολογισμός μας δεν αντέχει σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)